φανατισμένων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
φανατισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του φανατισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του φανατισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φανατισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.