φάσκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- φάσκος < σφάκος
Ουσιαστικό
φάσκος αρσενικό
- αρωματικός λειχήνας, βρύα που φύονται σε δρυ
- το αρωματικό φυτό ελελίσφακος / ελελίφασκος (φασκομηλιά)
- φάσκον
- σφάκος
Συγγενικά
- φασκόμηλο
- φασκομηλιά
- φασκομηλία
- ελελίσφακος
- ελελίφασκος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.