υφάλων
Νέα ελληνικά
(el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
υφάλων
αρσενικό
γενική
πληθυντικού
του
ύφαλος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
υφάλων
ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
γενική
πληθυντικού
του
ύφαλα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.