τυπική γλώσσα
Νέα ελληνικά (el)
Πολυλεκτικός όρος
τυπική γλώσσα
- (γλωσσολογία, λογική) ειδικά κατασκευασμένη για συγκεκριμένη επικοινωνία με αυστηρή διατύπωση ώστε να αποφεύγονται οι ασάφειες της φυσικής γλώσσας της οποίας και είναι υποσύνολο
Αντώνυμα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
τυπική γλώσσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.