τσιτσί

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τσιτσί < παιδική γλώσσα. Δείτε και ιταλική ciccia, cicci, αρχαία ελληνική τιτθός (μαστός)

Ουσιαστικό

τσιτσί ουδέτερο άκλιτο

  • (στην παιδική γλώσσα) το κρέας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.