τσακίσετε
Νέα ελληνικά
(el)
Ρηματικός τύπος
τσακίσετε
(
να, ας, αν, ίσως κλπ
)
β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος
τσακίζω
θα τσακίσετε
:
β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος
τσακίζω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.