τσέχικο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

τσέχικο

  1. αιτιατική ενικού του τσέχικος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τσέχικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.