τσάκα τσούκα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τσάκα τσούκα (ηχομιμητική λέξη)  δείτε τη λέξη τσακ

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈt͡saka ˈt͡suka/

Έκφραση

τσάκα τσούκα

  • για οποιονδήποτε ενοχλητικό ήχο επαναλαμβανόμενο, όπως μάσημα ξηρών καρπών, πασατέμπου, ηλιόσπορων, πατατάκια
    Σταμάτα πια αυτό το εκνευριστικό τσάκα τσούκα με τις χάντες του κομπολογιού!

  • τσακ τσουκ
  • τσικ τσακ

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.