τρουμπάρω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾumˈba.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρου‐μπά‐ρω
Κλίση
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
|---|---|---|---|---|---|---|
| α' ενικ. | τρουμπάρω | τρούμπαρα | θα τρουμπάρω | να τρουμπάρω | τρουμπάροντας | |
| β' ενικ. | τρουμπάρεις | τρούμπαρες | θα τρουμπάρεις | να τρουμπάρεις | τρούμπαρε | |
| γ' ενικ. | τρουμπάρει | τρούμπαρε | θα τρουμπάρει | να τρουμπάρει | ||
| α' πληθ. | τρουμπάρουμε | τρουμπάραμε | θα τρουμπάρουμε | να τρουμπάρουμε | ||
| β' πληθ. | τρουμπάρετε | τρουμπάρατε | θα τρουμπάρετε | να τρουμπάρετε | τρουμπάρετε | |
| γ' πληθ. | τρουμπάρουν(ε) | τρούμπαραν τρουμπάραν(ε) |
θα τρουμπάρουν(ε) | να τρουμπάρουν(ε) |
Μεταφράσεις
τρουμπάρω
|
→ δείτε τη λέξη αντλώ |
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.