τριηραρχέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

τριηραρχέω < τριήραρχος + -έω (παρασύνθετο)

Ρήμα

τριηραρχέω


Συγγενικά

  • συντριηραρχώ (χορηγώ μαζί με κάποιον τα χρήματα για τη ναυπήγηση τριήρεως)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.