τριήμερος πυρετός

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τριήμερος πυρετός: <  δείτε τις λέξεις τριήμερος και πυρετός

Πολυλεκτικός όρος

τριήμερος πυρετός αρσενικό

  • (ιατρική): αυξομειούμενος πυρετός που διαρκεί συνολικά τρεις ημέρες παρουσιάζοντας έξαρση την πρώτη ημέρα με φθίνουσα πορεία τις επόμενες δύο.

Σημειώσεις

  • ο χαρακτηρισμός του γίνεται μετά την όλη εκδήλωσή του.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.