τριάμισι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τριάμισι < τρία + -μισι, ουδέτερο του τρεισήμισι
Αριθμητικό
τριάμισι ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τρία και μισό
- Σε τρεισήμισι ώρες και τριάμισι λεπτά θα έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία!
Κλίση
| τρεισήμισι | τρεισήμισι | τριάμισι |
| τρεισήμισι | τρεισήμισι | τριάμισι |
| τρεισήμισι | τρεισήμισι | τριάμισι |
| (τρεισήμισι) | (τρεισήμισι) | (τριάμισι) |
Μεταφράσεις
τριάμισι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.