τρίβω τα χέρια μου

Ελληνικά (el)

Έκφραση

τρίβω τα χέρια μου (el)

  • αναμένω να πετύχω ή πέτυχα κάτι θετικό για εμένα ή τον στόχο μου (συχνά υπάρχει δόλος ή αυτοσαρκασμός μα όχι πάντα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.