τουλουππαρκάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τουλουππαρκάζω < → λείπει η ετυμολογία (→ δείτε τη λέξη τουλούππιν)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τουλούππα
Πηγές
- Κωνσταντίνος Γ. Γιαγκουλλής, Μικρός ερμηνευτικός και ετυμολογικός θησαυρός της κυπριακής διαλέκτου (από το δέκατο τρίτο αιώνα μέχρι σήμερα) (Λευκωσία: Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών [αρ. 58], 1997, ISBN 9789963555390), σ. 329.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.