τολμηρών
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
τολμηρών
- γενική πληθυντικού του τολμηρός
- γενική πληθυντικού του τολμηρή
- γενική πληθυντικού του τολμηρό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.