τη βγάζω με ψωμί κι ελιά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
τη
(
αιτιατική
),
βγάζω
,
με
, +
αιτιατική πτώση
ψωμί
,
κι
,
ελιά
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ti‿ˈvɣazo me psoˈmi c‿eˈʎa
/
Φράση
τη βγάζω με ψωμί κι ελιά
άλλη μορφή του
περνάω με ψωμί κι ελιά
Συγγενικά
τη βγάζω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.