τη βγάζω καθαρή
Νέα ελληνικά (el)
- την βγάζω καθαρή (el)
Έκφραση
- γλυτώνω την τιμωρία, δεν με συλλαμβάνουν, δεν με πιάνουν στα πράσα, δεν με τιμωρούν
- δεν πεθαίνω, δεν αρρωσταίνω, δεν μου μένει κουσούρι, δεν αποκτώ μόνιμη (-ες) σωματική βλάβη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.