τη βγάζω καθαρή

Νέα ελληνικά (el)

  • την βγάζω καθαρή (el)

Έκφραση

  1. γλυτώνω την τιμωρία, δεν με συλλαμβάνουν, δεν με πιάνουν στα πράσα, δεν με τιμωρούν
  2. δεν πεθαίνω, δεν αρρωσταίνω, δεν μου μένει κουσούρι, δεν αποκτώ μόνιμη (-ες) σωματική βλάβη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.