της ώρας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

της ώρας <  δείτε τις λέξεις της και ώρας

Έκφραση

της ώρας

  • (γαστρονομία): λέγεται για παρασκευή φαγητού που γίνεται μετά από παραγγελία, συνηθέστερα για ψητά, ή τηγανητά, σε εστιατόρια, ταβέρνες, σουβλατζίδικα κ.λπ.

Σημειώσεις

  • σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες χρησιμοποιείται αντίστοιχα η έκφραση "του λεπτού", που αποδίδεται στην ελληνική "της στιγμής" ή "στιγμιαίο" υπονοώντας ομοίως άμεση παρασκευή μετά από παραγγελία.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.