τηλεφωνούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τηλεφωνούμαι | τηλεφωνούμουν | θα τηλεφωνούμαι | να τηλεφωνούμαι | ||
| β' ενικ. | τηλεφωνείσαι | τηλεφωνούσουν | θα τηλεφωνείσαι | να τηλεφωνείσαι | ||
| γ' ενικ. | τηλεφωνείται | τηλεφωνούνταν | θα τηλεφωνείται | να τηλεφωνείται | ||
| α' πληθ. | τηλεφωνούμαστε | τηλεφωνούμασταν τηλεφωνούμαστε |
θα τηλεφωνούμαστε | να τηλεφωνούμαστε | ||
| β' πληθ. | τηλεφωνείστε | τηλεφωνούσασταν τηλεφωνούσαστε |
θα τηλεφωνείστε | να τηλεφωνείστε | τηλεφωνείστε | |
| γ' πληθ. | τηλεφωνούνται | τηλεφωνούνταν | θα τηλεφωνούνται | να τηλεφωνούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τηλεφωνήθηκα | θα τηλεφωνηθώ | να τηλεφωνηθώ | τηλεφωνηθεί | ||
| β' ενικ. | τηλεφωνήθηκες | θα τηλεφωνηθείς | να τηλεφωνηθείς | τηλεφωνήσου | ||
| γ' ενικ. | τηλεφωνήθηκε | θα τηλεφωνηθεί | να τηλεφωνηθεί | |||
| α' πληθ. | τηλεφωνηθήκαμε | θα τηλεφωνηθούμε | να τηλεφωνηθούμε | |||
| β' πληθ. | τηλεφωνηθήκατε | θα τηλεφωνηθείτε | να τηλεφωνηθείτε | τηλεφωνηθείτε | ||
| γ' πληθ. | τηλεφωνήθηκαν τηλεφωνηθήκαν(ε) |
θα τηλεφωνηθούν(ε) | να τηλεφωνηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω τηλεφωνηθεί | είχα τηλεφωνηθεί | θα έχω τηλεφωνηθεί | να έχω τηλεφωνηθεί | τηλεφωνημένος | |
| β' ενικ. | έχεις τηλεφωνηθεί | είχες τηλεφωνηθεί | θα έχεις τηλεφωνηθεί | να έχεις τηλεφωνηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει τηλεφωνηθεί | είχε τηλεφωνηθεί | θα έχει τηλεφωνηθεί | να έχει τηλεφωνηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε τηλεφωνηθεί | είχαμε τηλεφωνηθεί | θα έχουμε τηλεφωνηθεί | να έχουμε τηλεφωνηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε τηλεφωνηθεί | είχατε τηλεφωνηθεί | θα έχετε τηλεφωνηθεί | να έχετε τηλεφωνηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν τηλεφωνηθεί | είχαν τηλεφωνηθεί | θα έχουν τηλεφωνηθεί | να έχουν τηλεφωνηθεί | ||
Μεταφράσεις
τηλεφωνούμαι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.