τζαμάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τζαμάρω < αγγλική jam + -άρω

Ρήμα

τζαμάρω

  • (μουσική) παίζω μουσική με άλλα πρόσωπα χωρίς να έχει προηγηθεί πρόβα, αυτοσχεδιαστικά
      [...] το δώμα δεν είναι απλώς το σπίτι μου, αλλά το στούντιό μας, με τα παιδιά, για να κάνουμε πρόβες και να τζαμάρουμε, εσύ νομίζεις ότι δε σ'αφήνω να έρχεσαι για να 'μαι μόνος [...] (από το μυθιστόρημα Λούλα του Βαγγέλη Ραπτόπουλου (Κέδρος, 1997) ).

Συγγενικά

  • τζαμάρισμα

Κλίση

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. τζαμάρω τζάμαρα θα τζαμάρω να τζαμάρω τζαμάροντας
β' ενικ. τζαμάρεις τζάμαρες θα τζαμάρεις να τζαμάρεις τζάμαρε
γ' ενικ. τζαμάρει τζάμαρε θα τζαμάρει να τζαμάρει
α' πληθ. τζαμάρουμε τζαμάραμε θα τζαμάρουμε να τζαμάρουμε
β' πληθ. τζαμάρετε τζαμάρατε θα τζαμάρετε να τζαμάρετε τζαμάρετε
γ' πληθ. τζαμάρουν(ε) τζάμαραν
τζαμάραν(ε)
θα τζαμάρουν(ε) να τζαμάρουν(ε)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.