τεξανών
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
τεξανών
- (αρσενικό) γενική πληθυντικού του τεξανός
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του τεξανός
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τεξανός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.