τεκμαίρω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- τεκμαίρω < ενεργητική φωνή του τεκμαίρομαι. Μόνο σε ποιητές μετά τον Όμηρο.
Ρήμα
τεκμαίρω
- φανερώνω με τεκμήρια, αποδεικνύω μέσα από κάποιο σημάδι ή ένδειξη
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 6. Ἁγησίᾳ Συρακοσίῳ ἀπήνῃ, 73 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (6.73-6.74)
- τεκμαίρει χρῆμ᾽ ἕκαστον·
- για τον καθένα τα έργα μαρτυρούν·
- Μετάφραση (2004), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- τεκμαίρει χρῆμ᾽ ἕκαστον·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 6. Ἁγησίᾳ Συρακοσίῳ ἀπήνῃ, 73 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (6.73-6.74)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τέκμαρ
Πηγές
- τεκμαίρω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- τεκμαίρω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.