ταξιθετούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ταξιθετούμαι | ταξιθετούμουν | θα ταξιθετούμαι | να ταξιθετούμαι | ||
| β' ενικ. | ταξιθετείσαι | ταξιθετούσουν | θα ταξιθετείσαι | να ταξιθετείσαι | ||
| γ' ενικ. | ταξιθετείται | ταξιθετούνταν | θα ταξιθετείται | να ταξιθετείται | ||
| α' πληθ. | ταξιθετούμαστε | ταξιθετούμασταν ταξιθετούμαστε |
θα ταξιθετούμαστε | να ταξιθετούμαστε | ||
| β' πληθ. | ταξιθετείστε | ταξιθετούσασταν ταξιθετούσαστε |
θα ταξιθετείστε | να ταξιθετείστε | ταξιθετείστε | |
| γ' πληθ. | ταξιθετούνται | ταξιθετούνταν | θα ταξιθετούνται | να ταξιθετούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ταξιθετήθηκα | θα ταξιθετηθώ | να ταξιθετηθώ | ταξιθετηθεί | ||
| β' ενικ. | ταξιθετήθηκες | θα ταξιθετηθείς | να ταξιθετηθείς | ταξιθετήσου | ||
| γ' ενικ. | ταξιθετήθηκε | θα ταξιθετηθεί | να ταξιθετηθεί | |||
| α' πληθ. | ταξιθετηθήκαμε | θα ταξιθετηθούμε | να ταξιθετηθούμε | |||
| β' πληθ. | ταξιθετηθήκατε | θα ταξιθετηθείτε | να ταξιθετηθείτε | ταξιθετηθείτε | ||
| γ' πληθ. | ταξιθετήθηκαν ταξιθετηθήκαν(ε) |
θα ταξιθετηθούν(ε) | να ταξιθετηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ταξιθετηθεί | είχα ταξιθετηθεί | θα έχω ταξιθετηθεί | να έχω ταξιθετηθεί | ταξιθετημένος | |
| β' ενικ. | έχεις ταξιθετηθεί | είχες ταξιθετηθεί | θα έχεις ταξιθετηθεί | να έχεις ταξιθετηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ταξιθετηθεί | είχε ταξιθετηθεί | θα έχει ταξιθετηθεί | να έχει ταξιθετηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ταξιθετηθεί | είχαμε ταξιθετηθεί | θα έχουμε ταξιθετηθεί | να έχουμε ταξιθετηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ταξιθετηθεί | είχατε ταξιθετηθεί | θα έχετε ταξιθετηθεί | να έχετε ταξιθετηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ταξιθετηθεί | είχαν ταξιθετηθεί | θα έχουν ταξιθετηθεί | να έχουν ταξιθετηθεί | ||
Μεταφράσεις
ταξιθετούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.