ταγέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ταγέω - ταγῶ (συνηρημένο)
- είμαι ταγός, κυβερνώ, διοικώ
- ταγεύω τινός = διοικώ, άρχω, κυβερνώ κάποιον
Σύνθετα
- διαταγεύω
- συνταγεύω
Σημειώσεις
- το ρήμα ταγέω δεν απαντάται σ΄ όλους τους χρόνους, συναντάται στον Ξενοφάνη (Ελληνικά 6, 11, 12)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.