τί πάσχεις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Έκφραση
τί πάσχεις;
- τί σου συμβαίνει; τί έχεις;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλὴς μαινόμενος, 965 (965-966)
- Ὦ παῖ, τί πάσχεις; τίς ὁ τρόπος ξενώσεως | τῆσδ᾽;
- παιδί μου, τί έχεις; τί παράξενα είναι τούτα;
- Μετάφραση (1911): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Φέξης @greek‑language.gr
- Ὦ παῖ, τί πάσχεις; τίς ὁ τρόπος ξενώσεως | τῆσδ᾽;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 708
- τί πάσχεις; τί κάμνεις;
- Τί έχεις, τί έπαθες; Πού σε πονεί;
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- τί πάσχεις; τί κάμνεις;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλὴς μαινόμενος, 965 (965-966)
Πηγές
- πάσχω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πάσχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.