τέσσαρες

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τέσσαρες < αρχαία ελληνική τέσσαρες

Αριθμητικό

τέσσαρες

  1. (ιδιωματικό) τέσσερις

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αριθμητικό

τέσσαρες

  1. ο αριθμός τέσσερα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.