σύνναος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ σύνναος τὸ σύνναον οἱ, αἱ σύνναοι τὰ σύνναα
Γενική τοῦ, τῆς συννάου τοῦ συννάου τῶν συννάων τῶν συννάων
Δοτική τῷ, τῇ συννάῳ τῷ συννάῳ τοῖς, ταῖς συννάοις τοῖς συννάοις
Αιτιατική τὸν, τὴν σύνναον τὸ σύνναον τοὺς, τὰς συννάους τὰ σύνναα
Κλητική σύνναε σύνναον σύνναοι σύνναα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική συννάω
Γενική-Δοτική συννάοιν

Ετυμολογία

σύνναος < συν- + να(ός) + -ος

Επίθετο

σύνναος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  1. o τιμώμενος στον ίδιο ναό, που έχει κοινή χρήση ναού με άλλο θεό
  2. (μεταφορικά, + δοτική) συνδεδεμένος με κάτι άλλο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.