σχολικός εκφοβισμός
Νέα ελληνικά (el)
Πολυλεκτικός όρος
σχολικός εκφοβισμός αρσενικό
- ο εκφοβισμός που συμβαίνει μέσα στο σχολικό περιβάλλον με θύτες και θύματα μαθητές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.