συστρατεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συστρατεύομαι < αρχαία ελληνική συστρατεύω. Ήδη στην αρχαιότητα άλλοι συγγραφείς χρησιμοποιούσαν το ρήμα στην ενεργητική φωνή και άλλοι μόνο στους μέσους τύπους του. Σήμερα το ρήμα είναι αποθετικό.
Ρήμα
συστρατεύομαι
- ενώνω τις δυνάμεις μου, συμπαρατάσσομαι με κάποιον σε κάποιον αγώνα πολεμικό, πολιτικό, κοινωνικό, εκλογικό κλπ
Συγγενικά
- συστράτευση
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συστρατεύομαι | συστρατευόμουν(α) | θα συστρατεύομαι | να συστρατεύομαι | ||
| β' ενικ. | συστρατεύεσαι | συστρατευόσουν(α) | θα συστρατεύεσαι | να συστρατεύεσαι | (συστρατεύου) | |
| γ' ενικ. | συστρατεύεται | συστρατευόταν(ε) | θα συστρατεύεται | να συστρατεύεται | ||
| α' πληθ. | συστρατευόμαστε | συστρατευόμαστε συστρατευόμασταν |
θα συστρατευόμαστε | να συστρατευόμαστε | ||
| β' πληθ. | συστρατεύεστε | συστρατευόσαστε συστρατευόσασταν |
θα συστρατεύεστε | να συστρατεύεστε | (συστρατεύεστε) | |
| γ' πληθ. | συστρατεύονται | συστρατεύονταν συστρατευόντουσαν |
θα συστρατεύονται | να συστρατεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συστρατεύτηκα | θα συστρατευτώ | να συστρατευτώ | συστρατευτεί | ||
| β' ενικ. | συστρατεύτηκες | θα συστρατευτείς | να συστρατευτείς | συστρατεύσου | ||
| γ' ενικ. | συστρατεύτηκε | θα συστρατευτεί | να συστρατευτεί | |||
| α' πληθ. | συστρατευτήκαμε | θα συστρατευτούμε | να συστρατευτούμε | |||
| β' πληθ. | συστρατευτήκατε | θα συστρατευτείτε | να συστρατευτείτε | συστρατευτείτε | ||
| γ' πληθ. | συστρατεύτηκαν συστρατευτήκαν(ε) |
θα συστρατευτούν(ε) | να συστρατευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συστρατευτεί | είχα συστρατευτεί | θα έχω συστρατευτεί | να έχω συστρατευτεί | συστρατευμένος | |
| β' ενικ. | έχεις συστρατευτεί | είχες συστρατευτεί | θα έχεις συστρατευτεί | να έχεις συστρατευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συστρατευτεί | είχε συστρατευτεί | θα έχει συστρατευτεί | να έχει συστρατευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συστρατευτεί | είχαμε συστρατευτεί | θα έχουμε συστρατευτεί | να έχουμε συστρατευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συστρατευτεί | είχατε συστρατευτεί | θα έχετε συστρατευτεί | να έχετε συστρατευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συστρατευτεί | είχαν συστρατευτεί | θα έχουν συστρατευτεί | να έχουν συστρατευτεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.