συντονίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συντονίζομαι | συντονιζόμουν(α) | θα συντονίζομαι | να συντονίζομαι | ||
| β' ενικ. | συντονίζεσαι | συντονιζόσουν(α) | θα συντονίζεσαι | να συντονίζεσαι | (συντονίζου) | |
| γ' ενικ. | συντονίζεται | συντονιζόταν(ε) | θα συντονίζεται | να συντονίζεται | ||
| α' πληθ. | συντονιζόμαστε | συντονιζόμαστε συντονιζόμασταν |
θα συντονιζόμαστε | να συντονιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | συντονίζεστε | συντονιζόσαστε συντονιζόσασταν |
θα συντονίζεστε | να συντονίζεστε | (συντονίζεστε) | |
| γ' πληθ. | συντονίζονται | συντονίζονταν συντονιζόντουσαν |
θα συντονίζονται | να συντονίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συντονίστηκα | θα συντονιστώ | να συντονιστώ | συντονιστεί | ||
| β' ενικ. | συντονίστηκες | θα συντονιστείς | να συντονιστείς | συντονίσου | ||
| γ' ενικ. | συντονίστηκε | θα συντονιστεί | να συντονιστεί | |||
| α' πληθ. | συντονιστήκαμε | θα συντονιστούμε | να συντονιστούμε | |||
| β' πληθ. | συντονιστήκατε | θα συντονιστείτε | να συντονιστείτε | συντονιστείτε | ||
| γ' πληθ. | συντονίστηκαν συντονιστήκαν(ε) |
θα συντονιστούν(ε) | να συντονιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συντονιστεί | είχα συντονιστεί | θα έχω συντονιστεί | να έχω συντονιστεί | συντονισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις συντονιστεί | είχες συντονιστεί | θα έχεις συντονιστεί | να έχεις συντονιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συντονιστεί | είχε συντονιστεί | θα έχει συντονιστεί | να έχει συντονιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συντονιστεί | είχαμε συντονιστεί | θα έχουμε συντονιστεί | να έχουμε συντονιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συντονιστεί | είχατε συντονιστεί | θα έχετε συντονιστεί | να έχετε συντονιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συντονιστεί | είχαν συντονιστεί | θα έχουν συντονιστεί | να έχουν συντονιστεί | ||
Μεταφράσεις
συντονίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.