συνειδητώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συνειδητώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συνειδητῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε συνειδητ(ός) + -ώς.

Επίρρημα

συνειδητώς

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.