συναιρούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συναιρούμαι | συναιρούμουν | θα συναιρούμαι | να συναιρούμαι | ||
| β' ενικ. | συναιρείσαι | συναιρούσουν | θα συναιρείσαι | να συναιρείσαι | ||
| γ' ενικ. | συναιρείται | συναιρούνταν | θα συναιρείται | να συναιρείται | ||
| α' πληθ. | συναιρούμαστε | συναιρούμασταν συναιρούμαστε |
θα συναιρούμαστε | να συναιρούμαστε | ||
| β' πληθ. | συναιρείστε | συναιρούσασταν συναιρούσαστε |
θα συναιρείστε | να συναιρείστε | συναιρείστε | |
| γ' πληθ. | συναιρούνται | συναιρούνταν | θα συναιρούνται | να συναιρούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συναιρέθηκα | θα συναιρεθώ | να συναιρεθώ | συναιρεθεί | ||
| β' ενικ. | συναιρέθηκες | θα συναιρεθείς | να συναιρεθείς | συναιρέσου | ||
| γ' ενικ. | συναιρέθηκε | θα συναιρεθεί | να συναιρεθεί | |||
| α' πληθ. | συναιρεθήκαμε | θα συναιρεθούμε | να συναιρεθούμε | |||
| β' πληθ. | συναιρεθήκατε | θα συναιρεθείτε | να συναιρεθείτε | συναιρεθείτε | ||
| γ' πληθ. | συναιρέθηκαν συναιρεθήκαν(ε) |
θα συναιρεθούν(ε) | να συναιρεθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συναιρεθεί | είχα συναιρεθεί | θα έχω συναιρεθεί | να έχω συναιρεθεί | συνηρημένος | |
| β' ενικ. | έχεις συναιρεθεί | είχες συναιρεθεί | θα έχεις συναιρεθεί | να έχεις συναιρεθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συναιρεθεί | είχε συναιρεθεί | θα έχει συναιρεθεί | να έχει συναιρεθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συναιρεθεί | είχαμε συναιρεθεί | θα έχουμε συναιρεθεί | να έχουμε συναιρεθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συναιρεθεί | είχατε συναιρεθεί | θα έχετε συναιρεθεί | να έχετε συναιρεθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συναιρεθεί | είχαν συναιρεθεί | θα έχουν συναιρεθεί | να έχουν συναιρεθεί | ||
Μεταφράσεις
συναιρούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.