συναδελφώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συναδελφώνομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
συναδελφώνομαι
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Συγγενικά
- συναδελφικά
- συνάδελφος
- συναδελφότητα
- συναδελφικότητα
- συναδελφοσύνη
- συναδελφωμένος
Μεταφράσεις
συναδελφώνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.