συζῶ
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
συζῶ
- ζω με κάποιον, ζω με κάτι, συμβιώνω με μια κατάστση, περνώ πολλές ώρες με κάποιον
- τίς οὖν δὴ τῶν οὐκ ὀρθῶν πολιτειῶν τούτων ἥκιστα χαλεπὴ συζῆν, πασῶν χαλεπῶν οὐσῶν, καὶ τίς βαρυτάτη; (να δούμε λοιπόν με ποιο απο τα σωστά πολιτεύματα είναι λιγότερο δύσκολο να συμβιώσεις, αν και όλα είναι δύσκολα, και ποιο είναι το πιο καταπιεστικό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.