στῆναι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Απαρέμφατο
στῆναι
- απαρέμφατο ενεργητικού αορίστου (ἔστην) του ἵστημι
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 251 (250-251)
- ὡς τρὶς ἂν παρ᾽ ἀσπίδα | στῆναι θέλοιμ᾽ ἂν μᾶλλον ἢ τεκεῖν ἅπαξ.
- Θα προτιμούσα να σταθώ τρεις φορές | πλάι στην ασπίδα παρά να γεννήσω μία.
- Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- ὡς τρὶς ἂν παρ᾽ ἀσπίδα | στῆναι θέλοιμ᾽ ἂν μᾶλλον ἢ τεκεῖν ἅπαξ.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 251 (250-251)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.