στύβω το μυαλό μου

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

 δείτε τις λέξεις στύβω και μυαλό

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsti.vo to mɲaˈlo‿mu/

Έκφραση

στύβω το μυαλό μου

  • προσπαθώ να σκεφτώ με μεγάλη ένταση (αλλά συνήθως χωρίς αποτέλεσμα)
    Έστυβε το μυαλό της για να θυμηθεί τ' όνομά του. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που της είχε συστηθεί.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.