στρογγυλεμένων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

στρογγυλεμένων

  1. γενική πληθυντικού του στρογγυλεμένος
  2. γενική πληθυντικού του στρογγυλεμένη
  3. γενική πληθυντικού του στρογγυλεμένο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.