στρατηγέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | στρατηγέω | |
| Παρατατικός | ἐστρατήγουν | |
| Μέλλοντας | στρατηγήσω | |
| Αόριστος | ἐστρατήγησα | |
| Παρακείμενος | ἐστρατήγηκα | |
| Υπερσυντέλικος | ||
| Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
- στρατηγέω < στρατ(ηγός) + -ηγέω
Συνώνυμα
- διοικέω στρατό
- ἡγέομαι στρατού
Σύνθετα
- διαστρατηγέω
- ἐπιστρατηγέω
- καταστρατηγέω
- παραστρατηγέω
- προστρατηγέω
- συστρατηγέω
- ὑποστρατηγέω
Πηγές
- στρατηγέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στρατηγέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.