στρατηγέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  στρατηγέω 
Παρατατικός  ἐστρατήγουν 
Μέλλοντας  στρατηγήσω 
Αόριστος  ἐστρατήγησα 
Παρακείμενος  ἐστρατήγηκα 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

στρατηγέω < στρατ(ηγός) + -ηγέω

Ρήμα

στρατηγέω / στρατηγῶ

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • στρατηγέτης

 και δείτε τη λέξη στρατηγός

Σύνθετα

  • διαστρατηγέω
  • ἐπιστρατηγέω
  • καταστρατηγέω
  • παραστρατηγέω
  • προστρατηγέω
  • συστρατηγέω
  • ὑποστρατηγέω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.