στο μιλητό

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

 δείτε τις λέξεις στο και μιλητό

Έκφραση

στο μιλητό

  • (λαϊκότροπο) προφορικά, χωρίς γραπτή συμφωνία
    η απάτη γινόταν στο μιλητό, δεν υπήρχαν χαρτιά, ούτε αποδεικτικά στοιχεία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.