στοματικών
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
στοματικών
- γενική πληθυντικού του στοματικός
- γενική πληθυντικού του στοματική
- γενική πληθυντικού του στοματικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.