στιχουργώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στιχουργώ < μεσαιωνική ελληνική στιχουργώ < στιχουργός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στιχουργώ | στιχουργούσα | θα στιχουργώ | να στιχουργώ | στιχουργώντας | |
| β' ενικ. | στιχουργείς | στιχουργούσες | θα στιχουργείς | να στιχουργείς | ||
| γ' ενικ. | στιχουργεί | στιχουργούσε | θα στιχουργεί | να στιχουργεί | ||
| α' πληθ. | στιχουργούμε | στιχουργούσαμε | θα στιχουργούμε | να στιχουργούμε | ||
| β' πληθ. | στιχουργείτε | στιχουργούσατε | θα στιχουργείτε | να στιχουργείτε | στιχουργείτε | |
| γ' πληθ. | στιχουργούν(ε) | στιχουργούσαν(ε) | θα στιχουργούν(ε) | να στιχουργούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | στιχούργησα | θα στιχουργήσω | να στιχουργήσω | στιχουργήσει | ||
| β' ενικ. | στιχούργησες | θα στιχουργήσεις | να στιχουργήσεις | στιχούργησε | ||
| γ' ενικ. | στιχούργησε | θα στιχουργήσει | να στιχουργήσει | |||
| α' πληθ. | στιχουργήσαμε | θα στιχουργήσουμε | να στιχουργήσουμε | |||
| β' πληθ. | στιχουργήσατε | θα στιχουργήσετε | να στιχουργήσετε | στιχουργήστε | ||
| γ' πληθ. | στιχούργησαν στιχουργήσαν(ε) |
θα στιχουργήσουν(ε) | να στιχουργήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω στιχουργήσει | είχα στιχουργήσει | θα έχω στιχουργήσει | να έχω στιχουργήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις στιχουργήσει | είχες στιχουργήσει | θα έχεις στιχουργήσει | να έχεις στιχουργήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει στιχουργήσει | είχε στιχουργήσει | θα έχει στιχουργήσει | να έχει στιχουργήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε στιχουργήσει | είχαμε στιχουργήσει | θα έχουμε στιχουργήσει | να έχουμε στιχουργήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε στιχουργήσει | είχατε στιχουργήσει | θα έχετε στιχουργήσει | να έχετε στιχουργήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν στιχουργήσει | είχαν στιχουργήσει | θα έχουν στιχουργήσει | να έχουν στιχουργήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στιχουργούμαι | στιχουργούμουν | θα στιχουργούμαι | να στιχουργούμαι | ||
| β' ενικ. | στιχουργείσαι | στιχουργούσουν | θα στιχουργείσαι | να στιχουργείσαι | ||
| γ' ενικ. | στιχουργείται | στιχουργούνταν | θα στιχουργείται | να στιχουργείται | ||
| α' πληθ. | στιχουργούμαστε | στιχουργούμασταν στιχουργούμαστε |
θα στιχουργούμαστε | να στιχουργούμαστε | ||
| β' πληθ. | στιχουργείστε | στιχουργούσασταν στιχουργούσαστε |
θα στιχουργείστε | να στιχουργείστε | στιχουργείστε | |
| γ' πληθ. | στιχουργούνται | στιχουργούνταν | θα στιχουργούνται | να στιχουργούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | στιχουργήθηκα | θα στιχουργηθώ | να στιχουργηθώ | στιχουργηθεί | ||
| β' ενικ. | στιχουργήθηκες | θα στιχουργηθείς | να στιχουργηθείς | στιχουργήσου | ||
| γ' ενικ. | στιχουργήθηκε | θα στιχουργηθεί | να στιχουργηθεί | |||
| α' πληθ. | στιχουργηθήκαμε | θα στιχουργηθούμε | να στιχουργηθούμε | |||
| β' πληθ. | στιχουργηθήκατε | θα στιχουργηθείτε | να στιχουργηθείτε | στιχουργηθείτε | ||
| γ' πληθ. | στιχουργήθηκαν στιχουργηθήκαν(ε) |
θα στιχουργηθούν(ε) | να στιχουργηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω στιχουργηθεί | είχα στιχουργηθεί | θα έχω στιχουργηθεί | να έχω στιχουργηθεί | στιχουργημένος | |
| β' ενικ. | έχεις στιχουργηθεί | είχες στιχουργηθεί | θα έχεις στιχουργηθεί | να έχεις στιχουργηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει στιχουργηθεί | είχε στιχουργηθεί | θα έχει στιχουργηθεί | να έχει στιχουργηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε στιχουργηθεί | είχαμε στιχουργηθεί | θα έχουμε στιχουργηθεί | να έχουμε στιχουργηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε στιχουργηθεί | είχατε στιχουργηθεί | θα έχετε στιχουργηθεί | να έχετε στιχουργηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν στιχουργηθεί | είχαν στιχουργηθεί | θα έχουν στιχουργηθεί | να έχουν στιχουργηθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι στιχουργημένος - είμαστε, είστε, είναι στιχουργημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν στιχουργημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν στιχουργημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι στιχουργημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι στιχουργημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι στιχουργημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι στιχουργημένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.