στεφανωτή

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

στεφανωτή < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

στεφανωτή θηλυκό

  • (βοτανική, λουλούδι) αναρριχώμενο φυτό το οποίο έχει λευκά αρωματικά άνθη

Κλιτικός τύπος επιθέτου

στεφανωτή

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.