στερητική νόσος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
→ δείτε τη λέξη στερητικός και νόσος
Πολυλεκτικός όρος
στερητική νόσος θηλυκό
- η ασθένεια που οφείλεται στην απουσία ή την έλλειψη στοιχείων του οργανισμού απαραίτητων για την ανάπτυξή του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.