σταφιδώνω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- σταφίδιασμα
- σταφιδωμένος
- → δείτε τη λέξη σταφίδα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σταφιδώνω | σταφίδωνα | θα σταφιδώνω | να σταφιδώνω | σταφιδώνοντας | |
| β' ενικ. | σταφιδώνεις | σταφίδωνες | θα σταφιδώνεις | να σταφιδώνεις | σταφίδωνε | |
| γ' ενικ. | σταφιδώνει | σταφίδωνε | θα σταφιδώνει | να σταφιδώνει | ||
| α' πληθ. | σταφιδώνουμε | σταφιδώναμε | θα σταφιδώνουμε | να σταφιδώνουμε | ||
| β' πληθ. | σταφιδώνετε | σταφιδώνατε | θα σταφιδώνετε | να σταφιδώνετε | σταφιδώνετε | |
| γ' πληθ. | σταφιδώνουν(ε) | σταφίδωναν σταφιδώναν(ε) |
θα σταφιδώνουν(ε) | να σταφιδώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σταφίδωσα | θα σταφιδώσω | να σταφιδώσω | σταφιδώσει | ||
| β' ενικ. | σταφίδωσες | θα σταφιδώσεις | να σταφιδώσεις | σταφίδωσε | ||
| γ' ενικ. | σταφίδωσε | θα σταφιδώσει | να σταφιδώσει | |||
| α' πληθ. | σταφιδώσαμε | θα σταφιδώσουμε | να σταφιδώσουμε | |||
| β' πληθ. | σταφιδώσατε | θα σταφιδώσετε | να σταφιδώσετε | σταφιδώστε | ||
| γ' πληθ. | σταφίδωσαν σταφιδώσαν(ε) |
θα σταφιδώσουν(ε) | να σταφιδώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω σταφιδώσει | είχα σταφιδώσει | θα έχω σταφιδώσει | να έχω σταφιδώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις σταφιδώσει | είχες σταφιδώσει | θα έχεις σταφιδώσει | να έχεις σταφιδώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει σταφιδώσει | είχε σταφιδώσει | θα έχει σταφιδώσει | να έχει σταφιδώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε σταφιδώσει | είχαμε σταφιδώσει | θα έχουμε σταφιδώσει | να έχουμε σταφιδώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε σταφιδώσει | είχατε σταφιδώσει | θα έχετε σταφιδώσει | να έχετε σταφιδώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν σταφιδώσει | είχαν σταφιδώσει | θα έχουν σταφιδώσει | να έχουν σταφιδώσει |
| |
Μεταφράσεις
σταφιδώνω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.