σπικάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σπικάρω < αγγλική speak + -άρω

Ρήμα

σπικάρω

Είδες πώς το σπικάρει το αγγλικό.

Κλίση

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. σπικάρω σπίκαρα θα σπικάρω να σπικάρω σπικάροντας
β' ενικ. σπικάρεις σπίκαρες θα σπικάρεις να σπικάρεις σπίκαρε
γ' ενικ. σπικάρει σπίκαρε θα σπικάρει να σπικάρει
α' πληθ. σπικάρουμε σπικάραμε θα σπικάρουμε να σπικάρουμε
β' πληθ. σπικάρετε σπικάρατε θα σπικάρετε να σπικάρετε σπικάρετε
γ' πληθ. σπικάρουν(ε) σπίκαραν
σπικάραν(ε)
θα σπικάρουν(ε) να σπικάρουν(ε)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.