σπαζοκεφαλιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σπαζοκεφαλιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
σπαζοκεφαλιάζω
- προσπαθώ τόσο δυνατά να βρω λύση σε ένα δύσκολο πρόβλημα, το σκέφτομαι τόσο πολύ, που ταλαιπωρούμαι
- δεν αξίζει να σπαζοκεφαλιάζεις τόση ώρα για αυτό το ασήμαντο πράγμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σπαζοκεφαλιάζω | σπαζοκεφάλιαζα | θα σπαζοκεφαλιάζω | να σπαζοκεφαλιάζω | σπαζοκεφαλιάζοντας | |
| β' ενικ. | σπαζοκεφαλιάζεις | σπαζοκεφάλιαζες | θα σπαζοκεφαλιάζεις | να σπαζοκεφαλιάζεις | σπαζοκεφάλιαζε | |
| γ' ενικ. | σπαζοκεφαλιάζει | σπαζοκεφάλιαζε | θα σπαζοκεφαλιάζει | να σπαζοκεφαλιάζει | ||
| α' πληθ. | σπαζοκεφαλιάζουμε | σπαζοκεφαλιάζαμε | θα σπαζοκεφαλιάζουμε | να σπαζοκεφαλιάζουμε | ||
| β' πληθ. | σπαζοκεφαλιάζετε | σπαζοκεφαλιάζατε | θα σπαζοκεφαλιάζετε | να σπαζοκεφαλιάζετε | σπαζοκεφαλιάζετε | |
| γ' πληθ. | σπαζοκεφαλιάζουν(ε) | σπαζοκεφάλιαζαν σπαζοκεφαλιάζαν(ε) |
θα σπαζοκεφαλιάζουν(ε) | να σπαζοκεφαλιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σπαζοκεφάλιασα | θα σπαζοκεφαλιάσω | να σπαζοκεφαλιάσω | σπαζοκεφαλιάσει | ||
| β' ενικ. | σπαζοκεφάλιασες | θα σπαζοκεφαλιάσεις | να σπαζοκεφαλιάσεις | σπαζοκεφάλιασε | ||
| γ' ενικ. | σπαζοκεφάλιασε | θα σπαζοκεφαλιάσει | να σπαζοκεφαλιάσει | |||
| α' πληθ. | σπαζοκεφαλιάσαμε | θα σπαζοκεφαλιάσουμε | να σπαζοκεφαλιάσουμε | |||
| β' πληθ. | σπαζοκεφαλιάσατε | θα σπαζοκεφαλιάσετε | να σπαζοκεφαλιάσετε | σπαζοκεφαλιάστε | ||
| γ' πληθ. | σπαζοκεφάλιασαν σπαζοκεφαλιάσαν(ε) |
θα σπαζοκεφαλιάσουν(ε) | να σπαζοκεφαλιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω σπαζοκεφαλιάσει | είχα σπαζοκεφαλιάσει | θα έχω σπαζοκεφαλιάσει | να έχω σπαζοκεφαλιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις σπαζοκεφαλιάσει | είχες σπαζοκεφαλιάσει | θα έχεις σπαζοκεφαλιάσει | να έχεις σπαζοκεφαλιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει σπαζοκεφαλιάσει | είχε σπαζοκεφαλιάσει | θα έχει σπαζοκεφαλιάσει | να έχει σπαζοκεφαλιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε σπαζοκεφαλιάσει | είχαμε σπαζοκεφαλιάσει | θα έχουμε σπαζοκεφαλιάσει | να έχουμε σπαζοκεφαλιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε σπαζοκεφαλιάσει | είχατε σπαζοκεφαλιάσει | θα έχετε σπαζοκεφαλιάσει | να έχετε σπαζοκεφαλιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν σπαζοκεφαλιάσει | είχαν σπαζοκεφαλιάσει | θα έχουν σπαζοκεφαλιάσει | να έχουν σπαζοκεφαλιάσει |
| |
Μεταφράσεις
σπαζοκεφαλιάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.