σμιρίγλι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σμιρίγλι < ιταλική smeriglio < λατινική *smirilium < (ελληνιστική κοινή) σμιρίτης λίθος, σμίρις ή σμύρις
Μεταφράσεις
σμιρίγλι
|
→ δείτε τη λέξη σμύριδα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.