σκούρου

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsku.ɾu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκούρου

Κλιτικός τύπος επιθέτου

σκούρου αρσενικό ή ουδέτερο

  1. γενική ενικού, αρσενικού γένους του σκούρος
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους (σκούρο) του σκούρος

Παρώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.