σκαφοειδές οστό

Νέα ελληνικά (el)

σκαφοειδές οστό

Ετυμολογία

σκαφοειδές οστό <  δείτε τη λέξη σκαφοειδές, ουδέτερο του σκαφοειδής & οστό  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;    δείτε  αρχαία ελληνική koi & νεολατινική os scaphoideum

Πολυλεκτικός όρος

σκαφοειδές οστό ουδέτερο

  1. (ανατομία) οστό στον καρπό του χεριού
  2. (ανατομία) οστό στο άκρο του ποδιού προς τον αστράγαλο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Μεταφράσεις

Πηγές

  • σκαφοειδής - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.