σιάχτηκα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsça.xti.ka/

Ρηματικός τύπος

σιάχτηκα

  1. α' ενικό πρόσωπο οριστικής αορίστου του ρήματος σιάζομαι, παθητικού του σιάζω
  2. α' ενικό πρόσωπο οριστικής αορίστου του ρήματος σιάχνομαι, παθητικού του σιάχνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.